
Πριν από 15 χρόνια περίπου επιχειρήθηκε παγκοσμίως να αντιμετωπιστεί η πρόκληση για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης ώστε να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τις συνθήκες βιωσιμότητάς τους σε μακρύ χρονικό ορίζοντα και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις σύνδεσής τους με την ανάπτυξη της οικονομίας και την ενίσχυση της απασχόλησης, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν ανισότητες έναντι των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων. Ο διττός στόχος των κοινωνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων συνίσταται αφενός στην ανακατανομή του εισοδήματος στους συνταξιούχους με χαμηλό εισόδημα και στην αποτροπή της ένδειας στην τρίτη ηλικία και αφετέρου στην αρωγή προς τους εργαζομένους, προκειμένου να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο κατά τη συνταξιοδότησή τους, αντικαθιστώντας επαρκώς το εισόδημα που αποκόμιζαν από την εργασία τους.
Πράγματι, μία διάκριση που συχνά γίνεται στα διάφορα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης είναι αυτά να χαρακτηρίζονται με βάση το σύστημα των τριών πυλώνων.
- Ο πρώτος πυλώνας είναι το γνωστό δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο έχει υποχρεωτική μορφή και είναι διανεμητικού χαρακτήρα.
- Ο δεύτερος πυλώνας συνήθως περιλαμβάνει ιδιωτικά συλλογικά επαγγελματικά σχήματα συντάξεων.
- Ο τρίτος πυλώνας περιλαμβάνει τους ιδιωτικούς ατομικούς αποταμιευτικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς, που είναι συνήθως προαιρετικού χαρακτήρα.
Το υπάρχον υποχρεωτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι το δημόσιο διανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο εμπίπτει στον πρώτο πυλώνα. Οι ιδιωτικές συντάξεις, παρ όλο που έχουν θεσμοθετηθεί, δεν έχουν ακόμη ευρεία αποδοχή και έχουν προαιρετική ισχύ. Ένα πολύ μικρό ποσοστό συντάξεων προέρχεται από σχήματα που παρέχονται από τους εργοδότες για λογαριασμό των εργαζομένων, κυρίως μέσα από ασφαλιστικές εταιρείες. Οι επαγγελματικές συντάξεις του δεύτερου πυλώνα δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Ελλάδα, όπως δεν είναι διαδεδομένη και η χρήση του τρίτου πυλώνα, ο οποίος συνίσταται από τις παροχές που χορηγούνται συνήθως από ασφαλιστικές εταιρείες. Οι συντάξεις αυτές έχουν συνήθως τη μορφή εφάπαξ παροχών και όχι ετήσιων πληρωμών, όπως γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις σε άλλες χώρες. Ο συνδυασμός δε των τριών πυλώνων ασφάλισης υπό το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο είναι οικονομικά δυσβάστακτος για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Αναφορικά με τον δεύτερο πυλώνα έχει αρχίσει να συζητείται όλο και περισσότερο η ανάπτυξή του, με προσπάθειες ενσωμάτωσής του στο ασφαλιστικό σύστημα και στα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης. Ο δεύτερος πυλώνας θα πρέπει να καταστεί κεφαλαιοποιητικός και εξίσου υποχρεωτικός. Οι εισφορές, τόσο από τους εργαζόμενους, όσο και από τους εργοδότες να κεφαλαιοποιούνται και να διατηρούνται σε έναν ατομικό λογαριασμό, ο οποίος θα ανήκει στον ασφαλισμένο και ο οποίος ουσιαστικά θα αποταμιεύει εξασφαλίζοντας στον εργαζόμενο σημαντικές οικονομικές αποδόσεις όταν φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης. Με την υπάρχουσα οικονομική κατάσταση για ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων, οι ασφαλιστικές εισφορές είναι η μοναδική αποταμίευση που θα μπορέσουν να κάνουν στη ζωή τους, επομένως οι καλύτερες αποδόσεις είναι πολύ σημαντικές. Ο δεύτερος πυλώνας για να λειτουργήσει αποτελεσματικά θα πρέπει να αποκτήσει υποχρεωτικό χαρακτήρα εξασφαλίζοντας παράλληλα στους ασφαλισμένους σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας, όπως, την ηλικία λήψης του προϊόντος, την επιλογή εφάπαξ και μηνιαίων καταβολών και την επενδυτική στρατηγική αλλά και τον εναλλακτικό επενδυτικό φορέα πέραν του κρατικού. Οι εναλλακτικοί φορείς ασφάλισης δέον να είναι επαγγελματικά ταμεία ή επενδυτικές και ασφαλιστικές εταιρείες που θα ελέγχονται αυστηρά και θα επιβλέπονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Αναφορικά με τον τρίτο πυλώνα, παραμένει αποκλειστικά προαιρετικός, κεφαλαιοποιητικός και ιδιωτικός. Ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να επενδύσει ένα μέρος των αποταμιεύσεών του ώστε με το τέλος του εργασιακού του βίου να έχει εξασφαλίσει ένα επιπλέον εισόδημα, ενώ, από την 1η Δεκεμβρίου 2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ανέλαβε την εποπτεία του συστήματος ιδιωτικής ασφάλισης, μετά την κατάργηση από την ίδια ημερομηνία της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠΕΙΑ). Το εποπτικό έργο ασκείται από τη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΔΕΙΑ).
Η Τράπεζα της Ελλάδος στοχεύει στην προστασία των ληπτών της ασφάλισης, των ασφαλισμένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, στην ομαλή λειτουργία της αγοράς ιδιωτικής ασφάλισης και στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών σε αυτήν και στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ελλάδα, καθώς και στις χώρες όπου τυχόν δραστηριοποιούνται οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Ο Ν. 3867/2010 τροποποιήθηκε με τον Ν. 4364/2016 (ΦΕΚ Α 13) με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη Φερεγγυότητα ΙΙ (Solvency II), που διέπει τη λειτουργία και την εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πλέον, η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ασκεί προληπτική εποπτεία επί των (αντ)ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα για το σύνολο των ασφαλίσεων που συνάπτουν στην Ελλάδα και στα κράτη-μέλη της ΕΕ, είτε με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης (μέσω υποκαταστημάτων) είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΠΥ), προληπτική εποπτεία επί των αλλοδαπών (αντ)ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτες χώρες (εκτός της ΕΕ) που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, εποπτεία επί των δικτύων και των πρακτικών διανομής των ασφαλιστικών προϊόντων που διατίθενται από ελληνικές επιχειρήσεις είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, εποπτεία της εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών (Key Information Documents) που αφορούν σε επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση, παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους εγχώριους κανόνες γενικού συμφέροντος των υποκαταστημάτων και ΕΠΥ των (αντ)ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των (αντ)ασφαλιστικών διαμεσολαβητών με έδρα στην ΕΕ, σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές των κρατών-μελών καταγωγής τους, συμμετοχή στο Συμβούλιο Εποπτών (Board of Supervisors) της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΙΟΡΑ), μέριμνα για την ενσωμάτωση στο ελληνικό κανονιστικό πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που αυτή εκδίδει.
Η δαπάνη για την κοινωνική προστασία καλύπτει σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να απαιτείται η δέσμευση σημαντικών πόρων για την κοινωνική ασφάλιση αλλά και να παρατηρείται ο εκτοπισμός των ατομικών αποταμιεύσεων της μεσαίας και ανώτερης εισοδηματικής βαθμίδας .
Από τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στα ασφαλιστικά προγράμματα προκύπτει ότι οι περισσότερες χώρες έχουν προβεί σε ριζικές αλλαγές στα ασφαλιστικά τους συστήματα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο βασικότερος λόγος που πολλές ανεπτυγμένες χώρες θεωρούν αναγκαία τη μεταρρύθμιση είναι ο προβληματισμός γύρω από την οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού. Παρ όλα αυτά, οι συγκρίσεις των ασφαλιστικών συστημάτων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ αναδεικνύουν την ανομοιομορφία στην παροχή συντάξεων, ταυτόχρονα διαγράφουν και την πορεία της κατεύθυνσης των συστημάτων, η οποία, σε πολλές χώρες χαρακτηρίζεται από μια στροφή προς το ιδιωτικό σύστημα συντάξεων του δεύτερου και τρίτου πυλώνα συνταξιοδότησης.
Ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που ήταν θεμελιώδεις για αρκετές χώρες του ΟΟΣΑ συμπεριλαμβάνονται και μέτρα όπως η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, η αύξηση των κινήτρων για παραμονή στην εργασία και ενίσχυση αντικινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση, η εισαγωγή ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων προκαθορισμένων εισφορών, η μεταβολή του τρόπου μέτρησης των αποδοχών για τον υπολογισμό των παροχών, οι αλλαγές στην αναπροσαρμογή των παλαιότερων εισοδηματικών αποδοχών, οι αλλαγές στην τιμαριθμική προσαρμογή των παροχών, η σύνδεση των συντάξεων με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής, οι μεταβολές στις συνταξιοδοτικές εισφορές κ.α..
Τα προγράμματα προκαθορισμένων εισφορών, συνδεδεμένα με τις αποδοχές, έχουν εισαχθεί σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ ως συμπληρωματικά στα δημόσια. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι έχουν επιλογή μεταξύ της παραμονής τους στο Δημόσιο, συνδεδεμένο με τις αποδοχές τους, προκαθορισμένων παροχών σύστημα ασφάλισης και της μετάβασής τους σε ένα μικτό σύστημα δημόσιας σύνταξης προκαθορισμένων παροχών / ιδιωτικής σύνταξης, προκαθορισμένων εισφορών (δεύτερος και τρίτος πυλώνας). Με τα συστήματα προκαθορισμένων παροχών δεν υπάρχει άμεση μεταβίβαση πόρων από τους παρόχους στους εισφορείς, όπως συμβαίνει στο διανεμητικό σύστημα (pay-as-you-go).
Τα κύρια προβλήματα που συνδέονται με το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εντοπίζονται σε δύο κυρίως άξονες.
-Ο ένας άξονας είναι η γήρανση του πληθυσμού και η ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού γεννητικότητας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες. Τίθεται, συνεπώς, ένα μεγάλο ζήτημα δημογραφικής αναδιάρθρωσης του πληθυσμού. Εφόσον το συνταξιοδοτικό σύστημα συνδέεται άμεσα με την αναδιανομή του εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων και των συνταξιούχων, γίνεται σαφές ότι οποιαδήποτε δημογραφική αλλαγή θα πρέπει να μπορεί να ενσωματώνεται στη λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος χωρίς να δημιουργεί αναταράξεις στην αναδιανομή των κοινωνικών πόρων.
-Ο άλλος άξονας συνδέεται με οργανωτικά χαρακτηριστικά του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία ελλειμματικών ταμείων, όπως για παράδειγμα οι εξαιρέσεις από την κανονική συνταξιοδότηση σε όρους ορίων ηλικίας και λοιπά, η έλλειψη ανταποδοτικότητας, η νομοθετική πολυπλοκότητα, η εισφοροδιαφυγή, το φορολογικό σύστημα που εφαρμόζεται στις συντάξεις κ.ά.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλές και σημαντικές παρεμβάσεις στο ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Οι παρεμβάσεις αυτές, φαίνεται ότι έχουν πετύχει το βασικό τους σκοπό, δηλαδή την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, η επίτευξη της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος δεν συνδυάστηκε με βελτίωση ή διατήρηση των παροχών. Αντιθέτως, εκτός από την ριζική οργανωτική αναδιάρθρωση που συντελέστηκε με την δημιουργία του ΕΦΚΑ, η βιωσιμότητα του συστήματος επετεύχθη κυρίως μέσα από την μείωση των υφιστάμενων και των μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών και την αύξηση του ορίου ηλικίας θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Συνεπώς, η αλλαγή του ασφαλιστικού συστήματος από διανεμητικό σε ένα ως επί το πλείστον ανταποδοτικό σύστημα αφενός εξασφάλισε μεσοπρόθεσμα την βιωσιμότητα του, αφετέρου όμως δεν οδήγησε σε ένα σύστημα παροχής ικανοποιητικών συντάξεων.
Επιπλέον, το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών και οι παρενέργειες που δημιουργεί στην επιχειρηματική δραστηριότητα και στην απασχόληση, ειδικά σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα μόνιμο πεδίο όπου αναζητούνται ρεαλιστικές και βιώσιμες λύσεις. Ήδη σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 4997/2022 παρέχεται κίνητρο για τη μετατροπή συμβάσεων εργασίας μερικής απασχόλησης σε συμβάσεις πλήρους απασχόλησης. Το κίνητρο αυτό συνίσταται στην επιδότηση κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου και του εργοδότη επί ένα (1) έτος. Το συγκεκριμένο ευεργέτημα μπορεί να ληφθεί από εργοδότες που απασχολούν εργαζόμενους μερικής απασχόλησης σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων τους και το σχετικό αίτημα δύναται να υποβληθεί από 1ης.1.2023 μέχρι την 31η.12.2023.
Με βάση τα ανωτέρω, δεν αποτελεί παράδοξο ότι παρά τις σημαντικές αλλαγές που συντελέστηκαν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης συνεχίζουμε να αναζητούμε τρόπους βελτίωσης του.